Όταν ο Γάλλος στρατιωτικός Jourdain το 1823 παρομοίαζε την ύπαιθρο χώρα της Σίφνου με αμφιθέατρο του οποίου οι κερκίδες-άνδηρα («λουριά») ήταν γεμάτες αμπέλια, δημητριακά και ελαιόδενδρα, αποτύπωνε την εικόνα του μόχθου που κατέβαλαν επί αιώνες οι κάτοικοι των νησιών να μετατρέψουν το ορεινό έδαφος σε καλλιεργήσιμο, χτίζοντας ξερολιθιές και μεταφέροντας χώμα.
Καθώς η απόσταση των χωραφιών από τους οικισμούς είναι συχνά αρκετά μεγάλη, η ύπαιθρος χώρα της Σίφνου είναι κατάσπαρτη με «θεμωνιές», απλά λιθόκτιστα κτίσματα για τις αγροτικές δραστηριότητες των κατοίκων. Οι θεμωνιές χρησίμευαν κυρίως ως χώροι αποθήκευσης αλλά και εποχικής διαμονής, ειδικά οι μεγαλύτερες από αυτές. Εντός των καλλιεργήσιμων χωραφιών και στους απομακρυσμένους βοσκότοπους δημιουργήθηκαν επίσης «μαντριά», μικροί σταύλοι για_την προφύλαξη των ζώων. Ο μεγάλος αριθμός τους, όπως και τα παραδοσιακά λίθινα και άλλα σκεύη που εντοπίζονται στις θεμωνιές (π.χ. τυρόσκαμνοι), υποδηλώνουν τον σημαντικό ρόλο που διαδραμάτισε η κτηνοτροφία στο νησί.
Σε όλη την ύπαιθρο δημιουργήθηκε ένα εκτεταμένο δίκτυο μονοπατιών για την προσπέλαση των χωραφιών, των βοσκοτόπων, των πηγών νερού, αλλά και των πολυάριθμων ξωκλησιών. Η χάραξη των μονοπατιών, που ακολουθεί τη μορφολογία του εδάφους, συμπίπτει σε μεγάλο βαθμό με αρχαίες διαδρομές, όπως υποδηλώνει η παρουσία αρχαίων πύργων στην πορεία τους.