Η ύπαιθρος χώρα της Σίφνου χαρακτηρίζεται από έναν μεγάλο αριθμό μνημειακών ισχυρών κατασκευών κυκλικής κάτοψης, γνωστών με το όνομα «πύργοι». Αναπτύσσονται σε εντυπωσιακά μεγάλη πυκνότητα σε μια ποικιλία εδαφών, χρονολογούνται κυρίως στο τέλος του 4ου και στον 3ο αι. π.Χ. και έχουν πολλαπλές χρήσεις στην μακραίωνη, σε πολλές περιπτώσεις, λειτουργία τους.
Στην περιοχή έρευνας του Προγράμματος που εκτείνεται από τον κόλπο των Καμαρών ως το Βαθύ εντοπίζονται 22 πύργοι σε ισάριθμα αγροκτήματα. Σε δέκα από τους πύργους αυτούς αναλογούν αγροκτήματα έκτασης 1000 στρεμμάτων με ιδανικές προϋποθέσεις για την καλλιέργεια ελαιόδενδρων. Εκτιμάται ότι κατά τους ελληνιστικούς χρόνους (τέλη 4ου αι. π.Χ. και εξής) η έκταση αυτή η έκταση αυτή μπορούσε να καλύψει σε λάδι 1.500, άτομα για τις ανάγκες σίτισης των οποίων υπολογίζεται πως απαιτούνταν η εισαγωγή 460 τόνων σιτηρών αξίας 62.000–124.000 δραχμών ετησίως, ποσό το οποίο φαίνεται ότι προερχόταν από την εξόρυξη μετάλλων. Δώδεκα από τους πύργους της ίδιας περιοχής βρίσκονται κοντά σε μεταλλευτικές πηγές με κατάλοιπα εντατικής μεταλλουργικής δραστηριότητας. Εκτιμάται ότι ετησίως γινόταν επιφανειακή εξόρυξη 7.600 τόνων σιδήρου. Υπολογίζεται ότι την περίοδο εκείνη ένας τόνος είχε αξία από 8 έως 16 δραχμές.
Σύμφωνα με επιγραφικές, νομισματικές και γραμματειακές μαρτυρίες την περίοδο ίδρυσης μεγάλου μέρους των πύργων (3ος αι. π.Χ.) η Σίφνος διατηρούσε στενούς δεσμούς με την Πτολεμαϊκή Αίγυπτο. Οι Πτολεμαίοι μπορούσαν να εξασφαλίσουν ασφαλή διάπλου του Αιγαίου και να εφοδιάσουν τη Σίφνο με σιτηρά ανταλλάσσοντάς τα με μέταλλα. Εξαιτίας της πτολεμαϊκής ζήτησης σε σίδηρο αναπτύχθηκε στη Σίφνο ένα “κοινοτικό” σύστημα διαβίωσης και εργασίας το οποίο ιδρύθηκε, συντηρήθηκε, χρησιμοποιήθηκε και πιθανώς αποτέλεσε κτήμα όλων των κατοίκων του νησιού. Όταν η ανάγκη των Πτολεμαίων για σίδηρο ελαττώθηκε στο τέλος του 3ου αι. π.Χ. το σύστημα αυτό παρήκμασε.