Η θέση εντοπίστηκε για πρώτη φορά από τον Έλληνα αρχαιολόγο Χρήστο Τσούντα το 1898, που την αναφέρει ως Φρούδι του Καλαμιτσίου από το τοπωνύμιο της ευρύτερης περιοχής «Καλαμίτσι» (αργότερα ο Δραγάτσης έδωσε το ίδιο όνομα στον πύργο που βρίσκεται βορειότερα, στο Μαύρο Χωριό). Πρόκειται για ύψωμα που δεσπόζει σε υψόμετρο 240μ. πάνω από τον όρμο των Χοχλάκων στα νοτιοδυτικά της Σίφνου. Την ελλειψοειδή κορυφή [φρύδι («φρούδι»)] του υψώματος, έκτασης περίπου 520 τ.μ., καταλαμβάνει μικρή ακρόπολη, η οποία είναι φυσικά οχυρή από τη βόρεια πλευρά της.
Τα επιφανειακά ευρήματα (κεραμική, υφαντικά βάρη, κ.ά.) υποδεικνύουν ότι η περίοδος ακμής της ακρόπολης τοποθετείται στους ύστερους μυκηναϊκούς χρόνους και συγκεκριμένα στην περίοδο που ακολούθησε την κατάρρευση των ανακτόρων της ηπειρωτικής Ελλάδας (1200-1050 π.Χ.), συμβαδίζοντας χρονολογικά με την ακρόπολη του Αγίου Ανδρέα, μείζον κέντρο του νησιού εκείνης της εποχής. Αν και ενδεχοµένως υπήρχαν επαφές µεταξύ των δύο ακροπόλεων, ο ακριβής χαρακτήρας τους δεν µπορεί προς το παρόν να προσδιοριστεί σαφώς. Η θέση πάντως αξιοποιήθηκε ήδη από τη νεολιθική περίοδο, όπως μαρτυρούν η κεραμική, τα λίθινα εργαλεία και οι μεγάλες ποσότητες οψιανού που εντοπίστηκαν κυρίως στα χαμηλότερα πλατώματα, ενώ λιγοστά είναι τα ευρήματα που χρονολογούνται μετά τους μυκηναϊκούς χρόνους.